- τομικός
- -ή, -ό / τομικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τομή]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τομήνεοελλ.φρ. α) «τομικό οστό»ανατ. η μοίρα τής φατνιακής απόφυσης τής άνω γνάθου που φέρει τους τομείς, τους κοπτήρες, και που ορίζεται από δύο ραφές, τις τομικές ραφές, αλλ. μεσογνάθιο οστόβ) «τομικοί μύες» — δύο λεπτοί μύες τού άνω και κάτω χείλους που βρίσκονται στην οπίσθια επιφάνεια τών χειλιών και συνέλκουν τις δύο γωνίες τού στόματος.
Dictionary of Greek. 2013.